- σιγουράδα
- η(λ. ιταλ.), σιγουριά, ασφάλεια: Δε νιώθει καμιά σιγουράδα κοντά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιγουράδα — η, Ν η ιδιότητα τού σίγουρου, σιγουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγουρος + κατάλ. άδα (Ι), πρβλ. νοστιμ άδα, φρονιμ άδα] … Dictionary of Greek